- πλευρίτιδας
- πλευρί̱τιδας , πλευρῖτιςpleurisyfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θωρακεκτομή — ή ιατρ. αφαίρεση μεγάλου αριθμού πλευρών, η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση πνευμονικής φυματίωσης ή παλαιάς πυώδους πλευρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracectomy < thorac (πρβλ. θώραξ) + ec tomy (πρβλ. εκτομή)] … Dictionary of Greek
πλευριτικός — ή, ό / πλευριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρίτις] 1. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα 2. ο σχετικός με την πλευρίτιδα ή εκείνος που προκαλείται από αυτήν (α. «πλευριτικό υγρό» β. «πλευριτικός πυρετός», Γαλ.) αρχ. 1. (για φάρμακα) κατάλληλος για τη… … Dictionary of Greek
σκοδικός — ή, ό, Ν φρ. «σκοδικός ήχος» ιατρ. (παλ. όρος) ελαφρός τυμπανικός ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση τής κορυφής πνεύμονα και ο οποίος παρατηρείται σε περίπτωση πλευρίτιδας με εξίδρωμα μέσης ποσότητας … Dictionary of Greek
Ευρυφών — (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από την Κνίδο. Συνδεόταν φιλικά, παρά την αντίθεση των σχολών Κω και Κνίδου, με τον Ιπποκράτη. Σε συνεργασία, οι δύο γιατροί θεράπευσαν τον βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα B’. Ο Ε. ήταν ένας από τους πρώτους ανατόμους … Dictionary of Greek